ὡροσκόπου

ὡροσκόπου
ὡρόσκοπος
caster of nativities
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τριγωνοκράτωρ — ορος, ὁ, Α αστρολ. ο κυρίαρχος τού τριγώνου, τού τριγωνικού σχήματος («λάμβανε τὰ τῆς ἀνατριβῆς ἀπὸ τῶν τριγωνοκρατόρων τοῡ ὡροσκόπου, τοῡ δὲ βίου ἀπὸ τῶν τριγωνοκρατόρων τοῡ αἱρετικοῡ φωτός», Πτολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγωνον + κράτωρ (βλ. λ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”